Οι εργατικοί αγώνες κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση (1974 – 1981).

Εργοστασιακός και εργατικός συνδικαλισμός

Γεωργία Δούκουρη

Βιώνουμε μια περίοδο εκτεταμένης και συστημικής κρίσης. Η Ελλάδα, έχει βυθιστεί σε ένα φαύλο κύκλο μείωσης του κοινωνικού κράτους και επίτασης της ανασφάλειας και του φόβου[1]. Πολύ μελάνι χύνεται δε για το τέλος της μεταπολίτευσης και πλήθος απόψεων εκφράζονται από όλους τους χώρους του πολιτικού άξονα, σχετικά με τα αίτια της σημερινής πολιτικοκοινωνικής και οικονομικής κατάστασης.
Βιώνοντας, λοιπόν, μια περίοδο εκτεταμένης κρίσης, το βλέμμα της ελληνικής κοινωνίας είναι στραμμένο στο μέλλον· εντούτοις, ένας ερευνητής της πολιτικής κοινωνιολογίας ενδεχομένως να οφείλει να στρέψει το βλέμμα στο παρελθόν και συγκεκριμένα στην περίοδο μετάβασης και εδραίωσης της δημοκρατίας, καθώς πάνω στις θεσμικές και πρακτικές που ακολουθήθηκαν την περίοδο αυτή, χτίστηκαν τα θεμέλια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Το ίδιο μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ισχύει και για τις εργατικές διεκδικήσεις και το συνδικαλισμό. Η σημερινή απώλεια των κεκτημένων εγείρει ερωτήματα για τις οργανωτικές δομές και μορφές της σύγχρονης εργατικής διεκδικητικής δράσης και πώς αυτές έχουν λάβει τη μορφή του σήμερα; Ποια είναι η πορεία τους στο χρόνο; Πώς έχουν διαμορφωθεί μεταπολιτευτικά;
Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και έρευνα για τη συλλογική δράση και τις εργατικές διεκδικήσεις πριν τη μεταπολίτευση καθώς και για την ύστερη μεταπολίτευση. Ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει μια έλλειψη σε ό,τι αφορά τις εργατικές διεκδικήσεις της πρώιμης μεταπολίτευσης (1974-1981), είτε μέσω επίσημων διαύλων όπως πχ μέσω του συνδικαλισμού, είτε μέσω άτυπων μορφών διεκδικητικών δράσεων πχ μέσω των εργοστασιακών σωματείων. Θεωρώ, επομένως, πως αναδεικνύεται ένα κενό που όχι απλώς αξίζει αλλά επιβάλλεται από τα σημεία των καιρών να μελετηθεί, να ερμηνευτεί και να συμβάλλει στην κινηματική θεωρία.

Πρόταση για μία διαφορετική χρονολόγηση της περιόδου για το εργατικό κίνημα

Η παρούσα εισήγηση αποτελεί ένα προοίμιο της μεθοδολογικής κυρίως προσέγγισης έρευνας που αντικείμενο θα είναι η επίσημη συνδικαλιστική δράση, αλλά κυρίως οι εργατικοί αγώνες στο χώρο. Υποστηρίζεται η διαφοροποίηση της καθιερωμένης χρονολόγησης της περιόδου της μεταπολίτευσης σε ό,τι αφορά στο υπό μελέτη αντικείμενο. Πολλοί θεωρητικοί, όπως οι Linz και Stepan, θεωρούν ότι η ολοκλήρωση της δημοκρατικής μετάβασης επιστεγάζεται με τη δημοκρατική και, χωρίς βίαια έκτροπα, εναλλαγή της εξουσίας από τη δεξιά στην αριστερά, δηλαδή από τη Ν.Δ. στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1981, χρονολογώντας έτσι την περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης από το 1974 έως το 1981. Θεωρητικά η περίοδος της μετάβασης στη δημοκρατία, θα έπρεπε να δικαιώνει εν μέρει τις εργατικές διεκδικήσεις και να θεωρηθεί ενδεχομένως ως μια πολιτική ευκαιρία, δηλαδή ως μια πολιτικοθεσμική διάσταση που ευνοεί την συλλογική δράση και τους εργατικούς αγώνες και τις διεκδικήσεις τους. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά με τα μέχρι στιγμής ερευνητικά ευρήματα, προτείνεται μια διαφορετική χρονολόγηση αναφορικά με το εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις της πρώιμης μεταπολίτευσης. Προτείνεται η χρονολόγηση να ορίσει σε πρώιμο μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα την περίοδο από το 1974 έως και το 1985 – και όχι το 1981, εξετάζοντας και ουσιαστικά κλείνοντας το κύκλο – το συγκρουσιακό κύκλο  όπως θα δούμε παρακάτω – με τις πτυχές της εργατικής πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ της «αλλαγής», που αναδείχθηκε περισσότερο ως πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. της εξουσίας και ουσιαστικά «περιχαράκωσε» το εργατικό κίνημα σε μορφή και πλαίσια μέσα στον επίσημο συνδικαλισμό με όρους που ισχύουν μάλλον και σήμερα.

Συγκρουσιακος κυκλος / δραση και δομη
Οι εργατικοί αγώνες της περιόδου μπορούν να εξεταστούν και να πραγματευτούν ως ένας συγκρουσιακός κύκλος, αποφεύγοντας το δομικό αναγωγισμό. Ήτοι σημαίνει, ότι θα επιχειρηθεί να διερευνηθούν τρεις διαστάσεις του διεκδικητικού εργατικού κινήματος και του συνδικαλισμού, η συγκρουσιακότητα, η εμβέλεια και η καταστολή[2]
Εξάλλου η έννοια του «συγκρουσιακού κύκλου»[3] δίνει τα εννοιολογικά εργαλεία για να καλύψει κανείς τις διαστάσεις του κινήματος, όπως για παράδειγμα τη διάχυση των διεκδικήσεων ή την αξιακή πλαισίωση. Η δράση θα συνδεθεί με τα πραγματολογικά στοιχεία της υπό εξέταση περιόδου, με τις δομές που την πλαισιώσουν, όπου εκδηλώνεται ένας συγκρουσιακός κύκλος με χαρακτηριστικά αβεβαιότητας, προσδοκίας, αλλά και φόβου[4]. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να μελετηθεί αυτόνομα· επιβάλλεται η σύνδεση του με την κινητοποίηση πριν την επταετία, ο κατακερματισμός του κατά την επταετία και η μορφή που εξέλαβε στα πρώτα χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, χωρίς να σημαίνει ότι θα αναλωθούμε σε μια ιστοριογραφική προσέγγιση, αλλά θα αναδείξουμε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης εντάσσοντάς την ωστόσο μέσα στην μακροθεωρία των κοινωνικών κινημάτων. Εξάλλου, το ερώτημα – πυρήνας που επιδιώκεται να απαντηθεί δεν αφορά στην αιτιότητα της κινηματικότητας. Σαφής θέση είναι ότι όσο υπάρχει σχέση εξουσίας και εκμετάλλευσης πάντα θα υφίστανται λόγοι αντίστασης. Η αιτιότητα που θα αναζητηθεί, λοιπόν, αφορά στον εντοπισμό των «κολοσσιαίων δομών» κατά Tilly, στην αναζήτηση της δράσης και της αντίδρασης και της μορφής που αυτή λαμβάνει.  
Στην προσπάθεια αυτή, υπάρχουν εννοιολογικά εργαλεία μπορούν να συνεισφέρουν στην εξέταση του θέματος όπως είναι η έννοια της διαδοχικής εξάρτησης (path dependency). Σε γενικές γραμμές ο όρος «διαδοχική εξάρτηση» χρησιμοποιείται από τους κοινωνικούς επιστήμονες για να ερμηνεύσουν πώς συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια έχουν τη δυναμική τους, και πώς εκκινώντας από τις ίδιες συγκυρίες μπορούν να προκύψουν ποικίλες κοινωνικές συνθήκες, πώς από μικρά γεγονότα μπορούν να προκύψουν μεγάλες αλλαγές· πώς η πολιτική πορεία συχνά χαράσσεται από κρίσιμες στιγμές ή σταυροδρόμια που σχηματίζουν το βασικό περίγραμμα της κοινωνικής ζωής[5]. Οι παράγοντες της χρονικής στιγμής και της συγκυρίας συνυπολογίζονται στο εγχείρημα σε μία προσπάθεια να καλυφθεί το πλήθος των παραμέτρων, ή όπως το θέτει ο Tilly: γιατί σε μια χρονική στιγμή επιλέγεται μια συγκεκριμένη δράση και πώς αυτή εξελίσσεται[6].
Η Ελλάδα είναι μία από τις τρεις χώρες της Νοτίου Ευρώπης που βίωσαν τη μετάβαση στη δημοκρατία τα τελευταία σαράντα χρόνια, αλλά παρουσιάζει ιδιαίτερες διαφορές τόσο στη διαδικασία μετάβασης όσο και στην ποιότητα, μέρος της οποίας είναι και η εκπροσώπηση συμφερόντων. Ιδιαιτερότητα εμφανίζει και η περίπτωση του ελληνικού συνδικαλισμού σε σχέση με τις αντίστοιχες περιπτώσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Γενικότερα την περίοδο που εξετάζουμε, οι σχέσεις κράτους, κομμάτων και εκπροσώπησης συμφερόντων / επαγγελματικών οργανώσεων / κοινωνίας πολιτών, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς είναι η χρονική στιγμή που η ελληνική κοινωνία βιώνει νέες συνθήκες σε όλο το πολιτικοκοινωνικό και οικονομικό φάσμα. Η μετάβαση στη δημοκρατία είχε «ακαριαίο» χαρακτήρα[7], αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι όψεις της δημοκρατίας παγιώθηκαν ταυτόχρονα και με την ίδια δυναμική. Ο Schmitter εισηγείται τον όρο «μερικά καθεστώτα» σε αντιδιαστολή με το «γενικό καθεστώς»· σε ένα γενικευμένο και παγιωμένο πολιτικό καθεστώς, υπάρχουν όψεις που έρχονται σε αντίθεση με το κυρίαρχο «παράδειγμα»[8]. Θεωρώ ότι στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, το «γενικό καθεστώς» της δημοκρατίας με το πλουραλιστικό κομματικό σύστημα και το νέο πολίτευμα, έρχεται σε αντιδιαστολή με την εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργατών που αποτελεί για μεγάλο διάστημα μετά τη μεταπολίτευση μη παγιωμένο «μερικό καθεστώς»[9]. Ο εργατικός συνδικαλισμός είναι  κατακερματισμένος και παραμένει θεσμικά και οικονομικά δέσμιος από το κράτος, γεγονός που τον καθιστά ως έναν «εγγαστρίμυθο πάτρωνα», καθώς το κυβερνών κόμμα διαχειρίζεται ταυτόχρονα την κυβερνητική πολιτική αλλά και την εκπροσώπηση των συλλογικών συμφερόντων[10]. Επομένως είναι σημαντικό να εξετάσει κανείς πώς εκπροσωπούνται τα συμφέροντα των εργαζομένων μεταπολιτευτικά. Σε αυτό το σημείο μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ο κορπορατισμός. Συνήθως ο κορπορατισμός ισχναίνει με την κατάρρευση των αυταρχικών καθεστώτων, καθώς μεταβαίνει σταδιακά στον κοινωνικό κορπορατισμό ή στον πλουραλισμό (βλ. το κλασικό άρθρο του Schmitter). Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ωστόσο, δεν υπήρξε σημαντική θεσμική και σχεσιακή μεταβολή μεταξύ κράτους και συνδικαλισμού. Χαρακτηριστικά του κρατικού κορπορατισμού συνέχισαν να συνυπάρχουν παράλληλα με τη δημοκρατία, γεγονός που επιτρέπουν το χαρακτηρισμό του ως «ιδιότυπου κρατικού κορπορατισμού» [11].  Η πραγμάτευση όμως  του θέματός μας δεν θα πρέπει να περιοριστεί εκεί. Ο συνδικαλισμός και οι εργατικές διεκδικήσεις παραμένουν στη σφαίρα του κοινωνικού κινήματος, εξετάζοντας όχι τόσο τις σχέσεις του κράτους με τις κοινωνικές οργανώσεις, όσο το κινηματικό υποκείμενο και τη δράση του, δηλαδή το συγκρουσιακό κύκλο των εργατικών διεκδικήσεων της περιόδου.
Η πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδος εξάλλου σημαδεύτηκε από την ανάδυση νέων μορφών διεκδικητικών οργανώσεων (πχ εργοστασιακά σωματεία) που συνυπήρχαν με την επίσημη/ τυπική εργατική διεκδίκηση (πχ Γ.Σ.Ε.Ε). Στην περίοδο αυτή, οι εργατικές διεκδικήσεις επιτείνονται αλλά και γενικεύονται τόσο στο σώμα της κοινωνίας όσο και σε γεωγραφικές περιοχές. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά επιτρέπουν την εξέταση της περιόδου ως συγκρουσιακού κύκλου, εντοπίζοντας και εξετάζοντας νέες διεκδικητικές οργανώσεις, με ενισχυμένες ή νέες αξιακές πλαισιώσεις, ανανέωση συγκρουσιακού ρεπερτορίου και συγκρουσιακή διάχυση[12].

Οργανωσεις / αξιακεσ πλαισιωσεισ / ρεπερτορια
Η περίοδος εξετάζει δύο μορφές του εργατικού κινήματος: τον επίσημο συνδικαλισμό και τον άτυπο εργατικό αγώνα όπως αυτός εκφράστηκε μέσα από τα εργοστασιακά σωματεία. Πριν τη χούντα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ήταν οργανωμένες εκτός του χώρου εργασίας, ομοιοεπαγγελματικά και παραταξιακά. Η μεταπολίτευση βρήκε το συνδικαλιστικό κίνημα με ηγεσία διορισμένη από τους χουντικούς, διασπασμένο τόσο πολιτικά όσο και με σημαντικά μέλη του να βρίσκονται σε εξορία και φυλακές. Το φορντιστικό μοντέλο και η μαζική παραγωγή, ανέδειξε νέους κλάδους όπως μεγάλες και βαριές βιομηχανίες και εργοστάσια κατασκευής οικιακών συσκευών (Ιζόλα, Πίτσος). Μαζί με αυτά αναδείχτηκε το νέο μοντέλο αυτό του εργάτη – μάζα. Βασικό όμως στοιχείο του μεταπολιτευτικού εργάτη είναι ότι έχει την εμπειρία της κινηματικής δράσης της δεκαετίας του ’60 και των νέων κινηματικών ρεπερτορίων (όπως για παράδειγμα απεργίες διαρκείας, καταλήψεις δρόμων κοκ) [13]. Ο δευτερογενής τομέας συνέχισε να ανθίζει παρά το στασιμοπληθωρισμό, με διεύρυνση νέων βιομηχανιών (πχ μεταλλουργίες) σε σχέση με την παραδοσιακή βιομηχανία πχ υφαντουργία.
Μέσα σε αυτές τις μονάδες εμφανίζονται νέες διεκδικητικές οργανώσεις, οι εργοστασιακές επιτροπές και προκύπτουν κινητοποιήσεις που σύντομα διαχέονται κλαδικά και κοινωνικά[14]. Οι μεταπολιτευτικές διεκδικητικές οργανώσεις ιδιοποιούνται τα κινηματικά μέσα της δεκαετίας του ’60, εντός νέων ή ενισχυμένων αξιακών πλαισίων. Γιατί, όμως, υπήρχε η ανάγκη ύπαρξης άτυπου εργατικού κινήματος μέσω των εργοστασιακών επιτροπών; Η έρευνα στο χώρο της εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων δηλαδή στη Γ.Σ.Ε.Ε. και στις αρχαιρεσίες της περιόδου που έχει ολοκληρωθεί, έχει αναδείξει συμπεράσματα σχετικά με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και το ρόλο των παρατάξεων μέσα στη συνδικαλιστική οργάνωση. Η έρευνα αυτή καταλήγει πώς η  πόλωση και ο κομματικός ανταγωνισμός μεταφέρθηκαν στη Γ.Σ.Ε.Ε., με αποτέλεσμα την καθυπόταξη του οργάνου στα κόμματα.
Επομένως, το εργατικό κίνημα της περιόδου μπορεί να περιγραφεί με όρους κίνησης, δηλαδή πώς άτυπα το κίνημα αφορούσε μια δράση από τα κάτω προς τα πάνω και πώς οι τυπικές του διαστάσεις πχ η Γ.Σ.Ε.Ε. αφορούσε μια κίνηση από πάνω προς τα κάτω. Σύμφωνα με την παραπάνω χρονολόγηση επιχειρείται να καταστεί σαφές ότι το άτυπο, μη θεσμικό εργατικό κίνημα της πρώιμης περιόδου της μεταπολίτευσης εμφανίζει ουσιαστικές διαφορές από το εργατικό κίνημα της ύστερης μεταπολίτευσης και όπως ορίστηκε παραπάνω από το 1985 και ύστερα, ουσιαστικά με σύγκλιση των άτυπων και τυπικών διαστάσεων του κινήματος.
Τα εργαλεία της συγκρουσιακής πολιτικής, όπως οι αξιακές πλαισιώσεις, δίνουν στον ερευνητή τη δυνατότητα να εξετάσει πέραν του πολιτικού λόγου της κινηματικής δράσης, τις αξιακές πλαισίωσεις των δρώντων, ήτοι σημαίνει να ερμηνεύσει τους συμβολισμούς και κώδικες μεταφοράς μηνυμάτων και διαθέσεων αυτών[15]. Η αξιακή πλαισίωση ίσως να αναδειχθεί σε ακόμα ένα στοιχείο που θα ενισχύσει το επιχείρημα περί διάκρισης εργατικού κινήματος «από πάνω» και «από κάτω». Συνθήματα όπως «Κάτω το θηρίο που λέγεται ITT» καθώς και τραγούδια που εξέφραζαν τους εργατικούς αγώνες της περιόδου όπως το «Πάγωσε η Τσιμινιέρα» εκφράζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το αίσθημα μια εποχής με  τρόπο που ο επίσημος λόγος δεν μπορεί να το αποτυπώσει. Συνθήματα και λοιπά στοιχεία, αναδεικνύουν τον ευρύτερο προβληματισμό της εποχής. Η διεκδίκηση μέσα από τα σύμβολα και τον πολιτικό λόγο, έτεινε ευρύτερα αιτήματα ελευθερίας, δημοκρατίας και αριστερόστροφης σκέψης ιδιαίτερα μέχρι το 1976.
Μια άλλη πολύ χρήσιμη διάσταση της εξέτασής μας θα είναι τα διεκδικητικά ρεπερτόρια, που δεν αφορούν μόνο στρατηγικές επιλογές δράσης[16], αλλά έχουν σχέση διαντίδρασης με το πολιτισμικό κεφάλαιο που διαθέτουν. Βασικό στοιχείο του μεταπολιτευτικού εργάτη είναι ότι έχει την εμπειρία της κινηματικής δράσης της δεκαετίας του ’60[17]. Τα Ιουλιανά έχουν κληροδοτήσει στη μεταπολίτευση τις υπαίθριες διαδηλώσεις και την τοπογραφία τους[18]. Αυτό που εκκρεμεί να ερευνηθεί είναι αν υπάρχουν ή όχι νέες διεκδικητικές μορφές. Για παράδειγμα στο χώρο των τραπεζών προστέθηκε ένα ακόμα όπλο στην κινηματική ρεπεερτοριακή φαρέτρα, αυτό της πολιτικής ανυπακοής. Αξίζει να ερευνηθεί αν ακολούθησε νέα ρεπερτοριακή έκφραση το εργοστασιακό διεκδικητικό κίνημα.

Εμβελεια – Διαχυση / Καταστολη και καμψη
Εξετάζοντας τις εργατικές διεκδικήσεις της περιόδου ως ένα κύκλο συγκρουσιακής πολιτικής, επιτρέπει μια χρονολόγηση του ίδιου του κινήματος. Η κινηματικότητα καινοτόμα ή μη, αντιμετωπίστηκε με σκληρές προσπάθειες καταστολής: μαζικές απολύσεις, απειλές, βία, φυλακίσεις. Ως αποτέλεσμα, ο συγκρουσιακός κύκλος εμφανίζει περιόδους επίτασης και κάμψης. Η πρώτη φάση της διεκδίκησης που θα μπορούσε να εντοπιστεί από το 1974 -1976, εμφανίζει δυναμικά χαρακτηριστικά με μαχητικές δράσεις και πολιτικά αιτήματα. Αν το 1974 και η μετάβαση στη Δημοκρατία θα μπορούσε να αποδοθεί ως πολιτική ευκαιρία για τους κοινωνικούς αγώνες, το 1976 και ο Ν 330/1976 ποινικοποίησης της απεργίας, αποδόθηκε ως απειλή για τις εργατικές προσδοκίες με αποτέλεσμα την επίταση και την περαιτέρω διάχυση των κινητοποιήσεων, ενώ οι προσπάθειες καταστολής πολλές: μαζικές απολύσεις, απειλές,  βία, φυλακίσεις. Η πρώτη φάση της διεκδίκησης εμφανίζει δυναμικά χαρακτηριστικά, που στρέφονταν ενάντια  στο διευθυντισμό αλλά και αναδείκνυαν το ευάλωτο της εξουσίας. Η διεκδίκηση μέσα από τα σύμβολα και τον πολιτικό λόγο, έτεινε ευρύτερα αιτήματα ελευθερίας, δημοκρατίας και αριστερόστροφης σκέψης ενάντια στην «επάρατη Δεξιά». Σε μία πρώτη ερμηνεία, η παραπάνω οπτική ενδεχομένως να δικαιολογεί και τη γρήγορη και ευρύτερη διάχυση της κινηματικότητας στην κοινωνία αλλά και στη δηλωμένη συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Σαυτή την περίοδο βλέπουμε να αναδύεται ένα κοινωνικό κίνημα και να καταφέρνει με τα διεκδικητικά του ρεπερτόρια να επιτύχει κάποιους στόχους, όπως ενδεικτικά αναφέρουμε τη μείωση των ημερών εργασίας σε πέντε, κατοχύρωση δικαιωμάτων. Ωστόσο, το κίνημα της πρώτης περιόδου ακριβώς για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν φαίνεται να  εμφανίζει σαφή χαρακτηριστικά οργανωτικά και στην κοινωνική του ταυτότητα.
Η δεύτερη περίοδος από το 1976 μέχρι το 1979, ενδεχομένως να μπορεί να καταγραφεί ως περίοδος εξάντλησης του συγκρουσιακού κύκλου λόγω της σκληρής καταστολής αλλά και της κόπωσης, ενώ παράλληλα εμφανίζεται συγκρουσιακό έλλειμμα και συμβατικότητα. Η σκληρότητα απέναντι στις απεργίες μετά το 1976 οδήγησε στην εξάντληση τόσο σε εσωτερικούς πόρους όσο και σε εξωτερικούς. Ο παραταξιακός συνδικαλισμός υπερείχε σε δυνάμεις εγκολπώνοντας την εξουθενωμένη σωματειακή κινηματικότητα, αναδεικνύοντας ως κερδισμένο το ΠΑΣΟΚ της «αλλαγής» και την ΠΑΣΚΕ. Εξάλλου, οι επίσημες συνδικαλιστικές κλαδικές οργανώσεις (όπως η ΓΣΕΕ) αλλά και οι παραταξιακές οργανώσεις (όπως η ΕΣΑΚΣ[19]) έβαλαν εναντίον των εργοστασιακών σωματείων που υπερέβαιναν των παραταξιακών και κλαδικών ορίων και συγκροτούσαν ένα συλλογικό όργανο. Ενδεικτικά της αντισωματειακής ρητορείας αναφέρονται παρακάτω:
«Τα εργοστασιακά σωματεία δεν μπορούν  να περιλάβουν τους μισθωτούς των μικρών παραγωγικών μονάδων...διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να μετατραπούν εύκολα μέσα στις σημερινές συνθήκες, σε σωματεία των εργοδοτών, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο αποκομμένα από την υπόλοιπη εργατική τάξη... αντικειμενικά θα περιόριζαν τη δράση τους κύρια ενάντια στο δικό τους εργοδότη καπιταλιστή και όχι ενάντια στους καπιταλιστές στο σύνολο τους, στη πολιτική τους εκπροσώπηση[20]»; Και:
            «Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΣΕΕ καταδικάζει τη συγκρότηση συντονιστικών επιτροπών, επιτροπών αγώνα κ.λπ[21]. «Για τη πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ η οργάνωση αυτή (δηλ. τα εργοστασιακά σωματεία) παρουσιάζει τάσεις ανεξαρτητοποίησης... έχει δημιουργήσει προβλήματα, κυρίως στη βιομηχανία και στα Ορυχεία, που προκαλούν την αμηχανία της ΓΣΕΕ... εκδηλώνονται απεργίες και προβάλλονται αιτήματα χωρίς τη  γνώση της ΓΣΕΕ[22]»

Ο συγκρουσιακός κύκλος προτείνεται να κλείσει με τη μελέτη της τρίτης περιόδου από το 1979 έως το 1985. Η μελέτη της περιόδου αυτή έχει στόχο να αναδείξει το πώς το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να καπηλευτεί τα εργοστασιακά σωματεία και με την πολιτική του να τα εντάξει στην «ήπια» πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος, ουσιαστικάμε την επικράτηση της τυπικής διάστασης του εργατικού αγώνα.
Μια επιπλέον σκέψη είναι ότι η κινηματική διάχυση μπορεί να εξεταστεί και ως μια οριζόντια κίνηση, που θα αφορά κυρίως την έννοια των δικτύων και της διάχυσης, πώς δηλαδή η κινηματοποίηση διαχύθηκε γεωγραφικά και κλαδικά, αλλά και πώς αυτό συνέβαλλε στην κινηματική ενίσχυση. Ποιοι ήταν οι πόροι που επέτρεπαν τη συνεχή κινητοποίηση και πώς αυτοί εξευρίσκονταν; Μέσα στο πλαίσιο αυτό αξίζει να εξεταστεί ο έλλογος και ορθολογικός χαρακτήρας της κινηματικής δράσης με στόχο τη δημιουργία δικτύων, τη συσσώρευση εσωτερικών και εξωτερικών πόρων και την επικοινωνία των αιτημάτων τους[23]. Η έννοια του path dependency πάλι μπορεί να βοηθήσει ερευνητικά καθώς μπορεί να αποτυπώσει ως σαν ένα σχεδιάγραμμα τα κριτικά σταυροδρόμια (critical junctures) και να σκιαγραφήσει τον συγκρουσιακό κύκλο με κρίσιμες στιγμές που αποδίδονται ως πολιτικές ευκαιρίες ή απειλές από τα κινηματικά υποκείμενα. Θα επιχειρηθεί να εντοπιστεί αν υπάρχει initiator movement, όπως για παράδειγμα υπήρξαν οι οικοδόμοι τη δεκαετία του ‘60[24], και ακόμα και αν μπορεί κανείς να συνάγει ότι υπάρχει και μίμηση που ας την ονομάσουμε imitator movement, δηλαδή αν υπήρξε κινηματικό ρεπερτόριο τέτοιο που να είχε ρηξικέλευθη μορφή η οποία μιμήθηκε από άλλα κινηματικά υποκείμενα / συλλογικότητες.

Για παράδειγμα η αποτύπωση του συγκρουσιακού κύκλου με βάση την έννοια των critical junctures θα μπορούσε να έχει ως εξής:

Οκτώβριος  1974
Εργοστάσιο Nacional Can , Ελευσίνα.  Ελληνοαμερικάνικη εταιρεία.
Ήταν η πρώτη απεργία μετά την πτώση της χούντας.

Νοέμβριος 1974
Εργοστάσιο ΗΒΗ

1975 - 1977
·         Ιζόλα,
·         AEGE,
·         ΙΤΤ, Αμερικανική εταιρεία,  με σύνθημα «Κάτω το θηρίο που λέγεται ΙΤΤ»»
·         ΒΙΩΜΑΞ
·         Ντοματοπαραγωγοί Ηλείας,
·         Εσκιμό,
·         Πίτσος,
·         Μεταλλεία Μαντουδίου, (Μάρτιος – Απρίλιος  1976)
Η καταστολή της απεργίας στο Μαντούδι ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Εφαρμόστηκε στρατιωτικός νόμος με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή. Οδοφράγματα, άγριες συγκρούσεις, φυλακίσεις και καταδίκες.

Μάιος 1976
Νόμος 330 περί "επαγγελματικών σωματείων" με τον οποίο τίθενται ασφυκτικοί περιορισμοί σε κάθε απεργιακή δραστηριότητα στους χώρους δουλειάς και εγκληματοποιείται κάθε μορφή αγώνα που υπερβαίνει τα στενά συνδικαλιστικά πλαίσια. Αποτέλεσμα η πρώτη πανεργατική απεργία (25/5/1976) μετά από πολλά χρόνια. Συγκέντρωση στην Αθήνα (100,000 άτομα) που ακολουθήθηκε από συγκέντρωση των οικοδόμων που ενώνονται με εξαγριωμένους εργάτες χιλιάδες διαδηλωτές με μάχες και μία νεκρή τη Αναστασία Τσιβίκα από αύρα.

1977
ΛΑΡΚΟ,
 Απεργία διαρκείας 110 ημερών. Υποστήριξη απεργών άλλων κλάδων και περιοχών (πχ. Πίτσος, Πετσετάκη), φοιτητών και γυναικών. Περιφρούρηση απεργίας μαζί με τις γυναίκες και παιδιά και γενικευμένη αλληλεγγύη από κατοίκους και εργαζομένους. Τελικά η ιδιοκτησία Μποδοσάκη υποχωρεί.. Το γνωστό τραγούδι «Πάγωσε η τσιμινιέρα» του Λοϊζου έχει εμπνευστεί από τα γεγονότα της ΛΑΡΚΟ[25].

1977 

ΜΑΔΕΜ ΛΑΚΚΟ και Ολυμπιάδα, μεταλλεία, Χαλκιδική, επίσης ιδιοκτησίας Μποδοσάκη. Ιδιαίτερα δυναμική και μακρόχρονη απεργία λόγω απολύσεων των μελών των σωματείων με ολονύκτιες συγκρούσεις. Επίσης επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος στην περιοχή. Ξύλο, φυλακίσεις, καταδικάσεις, εκστρατεία εκφοβισμού από τον ιδιοκτησία του Μποδοσάκη. Από τις σκληρότερες και πιο μακροχρόνιες

1980
Πορεία για το Πολυτεχνείο με συνθήματα υποστήριξης απεργιών και εργατικών δικαιωμάτων, με σκληρή επίθεση αστυνομίας με δολοφονία Κουμή και Κανελλοπούλου.


Θετική Ευρετική

Η έρευνα πιστεύω ότι δεν αρκεί να είναι απλώς περιγραφική των γεγονότων και της θεωρητικής πραγμάτευσης της συγκρουσιακής πολιτικής. Θα ήθελα να επιδιώξω πολύ φιλόδοξα ομολογώ να  ακολουθήσω την προτροπή του κ. Σεφεριάδη περί «δυναμικής» αντιμετώπισης της θεωρίας και την αντιμετώπιση του υπό εξέταση κινηματικού φαινομένου ως «γνωστικού πόρου» ενός αμιγώς πολιτικού φαινομένου[26] .
Σε αυτό το σημείο θα ήταν ίσως χρήσιμο να συνδέσουμε την κριτική των Liebowitz & Margolis πάνω στην έννοια της αυξάνουσας απόδοσης (increasing returns). Οι δύο αυτοί θεωρητικοί, διακρίνουν στο επίπεδο της οικονομίας από όπου άλλωστε προέρχεται η έννοια που βρίσκει εφαρμογή και στην πολιτική, την ιάσιμη από τη μη ιάσιμη διαδοχική εξάρτηση: Στη μη ιάσιμη διαδοχική εξάρτηση,  δεν αναγνωρίζεται η δυνατότητα επιλογών με συνέπεια τη διαιώνιση της αρχικής επιλογής αποτελεσματικής ή μη. Η έρευνα θα χρησιμοποιήσει όπως προαναφέρθηκε ως εργαλείο την έννοια της διαδοχικής εξάρτησης αλλά όχι ντεντερμινιστικά. Θα υιοθετήσει η άποψη ότι η έκβαση των εργατικών διεκδικήσεων στα σπάργανα της μεταπολίτευσης δεν εμπίπτει σε μια λογική μη ιάσιμης διαδοχικής εξάρτησης. Εξάλλου όπως αναφέρει ο Tarrow «….. οι συγκρουσιακοί κύκλοι …. διαρκούν πολύ περισσότερο και έχουν ευρύτερη επίδραση … είναι σαν ένα παλιρροϊκό κύμα που λειαίνει σημαντικά το έδαφος και αφήνει προσχωματικά αποθέματα στο διάβα του….».[27].  Ενώ ως μια πρώτη ανάγνωση η έκβαση του συγκρουσιακού κύκλου δεν είναι θετική για την εξέλιξη του εργατικού κινήματος, εντούτοις, η δυναμικότητα και η οργάνωση της κινηματικότητας ειδικά των εργοστασιακών σωματείων αποκαλύπτει τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος. Μήπως άραγε στις μέρες μας δεν σημειώνονται απεργίες διαρκείας, εκτός κλαδικών σωματείων και συνδικάτων, ή και με την υποστήριξη αυτών (πχ. Ελευθεροτυπία, Χαλυβουργική ). 


ΣΧΕΔΙΟ ΠΙΝΑΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
 

Παρατίθεται σχέδιο για τα περιεχόμενα της εργασίας.


-         Συνδικαλισμός και Εργατικό Κίνημα: όρια και τομές.

-         Μακρο-ιστορική εξέταση και περιοδολόγηση της πρώιμης εργατικής διεκδίκησης 1974 – 1985

-         Συνδικαλισμός : Το «μερικό καθεστώς» της πρώιμης μεταπολίτευσης / Συζήτηση περί ιδιότυπου κρατικού κορπορατισμού

-         Η περίπτωση της Γ.Σ.Ε.Ε. μέσα από τις αρχαιρεσίες της περιόδου και ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας»

-         Συγκρουσιακός κύκλος και η «κρίση των παραδειγμάτων» τυπικών και άτυπων μορφών εργατικών διεκδικήσεων

o   Οργανώσεις
o   Αξιακή πλαισίωση και ρεπερτόρια
o   Εμβέλεια – Διάχυση / Καταστολή και καμπή

-         Χρονολόγιο εργατικών κινητοποιήσεων / Κριτικά σταυροδρόμια

-         Παράρτημα με τυχόν ευρήματα σε αφίσες ή λοιπό έγγραφο υλικό





Παρατίθενται παρακάτω τόσο βιβλιογραφία και πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της παρούσας εισήγησης, αλλά και αντίστοιχη βιβλιογραφία και πηγές που έχει προκύψει μέχρι στιγμής από την έρευνα ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εκπόνηση της διπλωματικής. Και φυσικά η έρευνα συνεχίζεται.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βούλγαρης Γ., Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα, 2001, εκδ. Θεμέλιο.

Buechler, S. M., Social Movements in Advanced Capitalism: The Political Economy and Cultural Construction of Social Activism, 2000, New York/Oxford, Oxford University Press.


Clogg, R. Συνοπτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας 1770-1990, εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα, 1995

Dellaporta D., Diani M., Κοινωνικά Κινήματα: Μια Εισαγωγή, πρόλογος και επιμέλεια Σεφεριάδης Σ., Αθήνα, 2010, εκδ, Κριτική.

Goldstone J., States Parties and Social Movements, Cambridge,2003, εκδ. Cambridge University Press.

Ζαμπαρλούκου, Σ., Κράτος και Εργατικός Συνδικαλισμός στην Ελλάδα, 1936 – 1990- Μία Συγκριτική Προσέγγιση, εκδόσεις Αντ. Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1997

Ζαμπαρλούκου, Σ., «Συνδικαλιστικό Κίνημα και Κρατικός Παρεμβατισμός στη Μεταπολιτευτική Ελλάδα: μια Συγκριτική Προσέγγιση», στο Λυριντζής, Χρ., Νικολακόπουλος, Η., Σωτηρόπουλος, Δ. (επιμ.), Κοινωνία και πολιτική: όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, 1974-1994, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1996


Κατσορίδας, Α,  Βασικοί σταθμοί του Εργατικού-Συνδικαλιστικού Κινήματος στην Ελλάδα 1780-2011, Αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων (ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ), Αθήνα, 2008.


Κουκουλές, Γ., «Αναδρομή σ’ ένα αμφιλεγόμενο παρελθόν», στο Κούλα Κασιμάτη (επιμ.), Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο τέλος του 20ού αιώνα, Αθήνα, 1997, εκδόσεις Gutenberg,


Kuhn, Th., The Structure of Scientific Revolution, Chicago, Chicago University Press, 1962.

Λάρκο ’77 , έκδοση του γραφείου περιοχής της Αν. Στερεάς – Εύβοιας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα, 1977

Λιβιεράτος, Δ., Τα Συνέδρια της Γ.Σ.Ε.Ε., επιμ. Σιδέρατος, Α,. εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα 1997

Λιβιεράτος, Δ., 90 Χρόνια Γ.Σ.Ε.Ε. Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, Αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων (ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ), Αθήνα, 2009.

Linz, J., Steppan, A., Problems of democratic transition and consolidation  - Southern Europe, South America and Post –Communist Europe, John Hopkins Univerity Press, USA, 1996

Λυριντζής, Χρ., Νικολακόπουλος, Η., Σωτηρόπουλος, Δ. (επιμ.), Κοινωνία και πολιτική: όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, 1974-1994, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1996

Μαλούτας, Θ., Λυριτζής, Χ., Ιωακειμόγλου, Η., κα., ΠΑΣΟΚ, Κόμμα – Κράτος – Κοινωνία, επιμ. Σπουρδαλάκης, Μ., εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 1998

Μαυρογορδάτος, Γ. Θ., Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη – Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στη Σημερινή Ελλάδα, εκδ. Οδυσσέας, 1988.


McAdam D., Tarrow S., Tilly C., Dynamics of Contention, New York, 2001, Cambridge University Press.

Neveu E., Κοινωνιολογία των Κοινωνικών Κινημάτων και Ιστορίες Κινημάτων από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, μεταφ.-εισαγ.-επιμέλεια Λογοθέτη Μ., Αθήνα, 2010, εκδ. Σαββάλας.


Pierson, P., “Increasing  Returns, Path Dependence, and the Study of Politics”, The American Political Science Review, Vol. 94, N2, διαθέσιμο στο JSTOR, June 2000, p.p. 251 – 267.

Piven, F. F., Cloward, R., Poor People’s Movements: Why they Succeed, How they Fail, 1979, New York, Vintage Books

Ρούσης, Γ., Ο Μαρξ Γεννήθηκε Νωρίς, Η Ετεροχρονισμένη Επικαιρότητα της Κομμουνιστικής Χειραφέτησης», εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 20082.

Sartori, G., Parties and Party Systems, A framework for Analysis, Cambridge University Press, Cambridge, 1976

Svendsen, L, Η Φιλοσοφία της Βαρεμάρας, μτφρ: Π., Καλαμαράς, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2006.

Σωτηρόπουλος, Δ.,  «Η Εγγαστρίμυθη Εξουσία: Κοινωνία Πολιτών και Κεντρικό Κράτος στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία», στο Λυριντζής, Χρ., Νικολακόπουλος, Η., Σωτηρόπουλος, Δ. (επιμ.), Κοινωνία και πολιτική: όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, 1974-1994, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1996

Μαυρής, Γ.,Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής: οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985: διερεύνηση της ψήφου στο επίπεδο των βουλευτικών και των συνδικαλιστικών εκλογών της μεταπολιτευτικής περιόδου, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, 1993.

Μαυρογορδάτος, Γ. Θ., Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη – Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στη Σημερινή Ελλάδα, εκδ. Οδυσσέας, 1988.

Michels, R., Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη Σύγχρονη Δημοκρατία – Έρευνες Γύρω από τις Ολιγαρχικές Τάσεις του Ομαδικού Βίου, μτφρ. Ανδρουλιδάκης, Γ., εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1997

Νικολακόπουλος, Η., Η καχεκτική Δημοκρατία – Κόμματα και Εκλογές, 1946-1967, εκδόσεις Πατάκη, 20095

Schmitter, P. C., «Still the Century of Corporatism?», στο The Review of Politics, Vol. 36, No. 1, The New Corporatism: Social and Political Structures in the Iberian World, Cambridge University Press, Ιανουάριος 1974, σ. 85-131.

Σεφεριάδης, Σ., «Συγκρουσιακή Πολιτική, Συλλογική Δράση, Κοινωνικά Κινήματα: Μια αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, .τ.χ. 27, Μάιος, 2006, σ. 7-42.


Σεφεριάδης, Σ., «Για τη Συγκρότηση της Εργατικής Τάξης στην Ελλάδα: Μερικοί Προβληματισμού Πάνω σε Ένα Παλιό Θέμα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 6, 11/1995, σ. 9-78

Σεφεριάδης, Σ., «Διεκδικητικό Κίνημα και Πολιτική: Ο Ελληνικός Συνδικαλισμός πριν τη Δικτατορία (1962 – 1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ 12, 11/1998, Σ. 5-34.

Σεφεριάδης, Σ., «``Η Θετική Ευρετική`` της Συγκρουσιακής Πολιτικής και Κάποιες Καταβολές της : Πώς Διαβάζουμε τη Θεωρία;», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 35, Ιούλιος 2010, σ.σ. 5 – 18.

Σεφεριάδης, Σ., «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η «σύντομη» δεκαετία του ’60 ως «συγκρουσιακός κύκλος»  στο Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης - Η «σύντομη» δεκαετία του ’60. Θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες, επιμ. Ρήγος, Α., Σεφεριάδης, Σ., Χατζηβασιλείου, Ε., Αθήνα, 2008, εκδ. Καστανιώτη.


Tarrow, S., Power in Movement: Social Movements and Contentious Politics, Cambridge Univerity Press, Cambridge, 19982

Μητρόπουλος, Α., «Το Μέλλον του Συνδικαλιστικού Κινήματος», Θέσεις, τχ. 19, Απρίλιος – Ιούνιος 1987

Τσουκαλάς, Κ., «Η ελληνική δεκαετία του ’60: σύντομη ή μακρά», στο  Η «σύντομη» δεκαετία του ’60. Θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες, επιμ. Ρήγος, Α., Σεφεριάδης, Σ., Χατζηβασιλείου, Ε., Αθήνα, 2008, εκδ. Καστανιώτη. σ. 41-48

Tilly, C., Big Structures, Large Processes, Huge Comparisons, Russel Sage Foundation, New York,, 1984


Tilly, C., Κοινωνικά Κινήματα 1768 – 2004, μετάφραση Τσακίρης, Θ., Αθήνα, 2007, εκδόσεις Σαββάλας.


Τσουκαλάς, Κ., «Η ελληνική δεκαετία του ’60: σύντομη ή μακρά», στο Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης - Η «σύντομη» δεκαετία του ’60. Θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες, επιμ. Ρήγος, Α., Σεφεριάδης, Σ., Χατζηβασιλείου, Ε., Αθήνα, 2008, εκδ. Καστανιώτη.

Φακιόλας, Ρ., Ο εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα 1978, έκδ. Παπαζήση,


ΠΗΓΕΣ

Αντιπληροφόρηση

Ελευθεροτυπία

Καθημερινή

Η Φωνή της Γ.Σ.Ε.Ε.

Συνδικαλιστική Επιθεώρηση

Πρακτικά Συνεδρίων Γ.Σ.Ε.Ε.


Μαραγκός, Θ. Δ. Γιαννικόπουλος, Ηλ. Ζαφειρόπουλος, Γ. Θανασούλας, Κ. Παπανικολάου & Φ. Οικονομίδης,  ντοκιμαντέρ Ο Αγώνας, κοινωνικοί και εργατικοί αγώνες 1974-1980





Πηγές από Γ.Σ.Ε.Ε.





[1] Ένας νέος άνθρωπος, σήμερα, μπορεί εύκολα να πιστέψει ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ειδικά αν πρόκειται για σκεπτόμενο άτομο με πίστη στη συλλογικότητα. Προσωπικά, ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Πολιτικής Κοινωνιολογίας αισθάνομαι ιδιαίτερα προβληματισμένη. Τόσο που αισθάνθηκα κάποια στιγμή να απομακρύνομαι από τους στόχους μου. Από τη μία η σχέση εξαρτημένης εργασίας που με κάνει να αισθάνομαι ότι «χάνω(εις) τη ζωή μου (σου) κερδίζοντάς την[1]», και από την άλλη η νιτσεϊκή « “δυσάρεστη άπνοια της ψυχής” που προηγείται των δημιουργικών πράξεων»2.  Δεν συμφωνώ με τη μεταμοντέρνα οπτική του μηδενισμού, και δεν θέλω να ανήκω στην «ανονόμαστη»3 γενιά που τείνει πλέον να χαρακτηριστεί ως γενιά της κρίσης. Για αυτό, οι στόχοι παραμένουν στόχοι.
[2] Βλ. Σεφεριάδης, Σ., «Για τη Συγκρότηση της Εργατικής Τάξης στην Ελλάδα: Μερικοί Προβληματισμοί Πάνω σε Ένα Παλιό Θέμα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 6, 11/1995, σ. 9-78. και
Σεφεριάδης, Σ., «Διεκδικητικό Κίνημα και Πολιτική: Ο Ελληνικός Συνδικαλισμός πριν τη Δικτατορία (1962 – 1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ 12, 11/1998, σ. 5-34.
[3] Βλ. Tarrow, S., Power in Movement: Social Movements and Contentious Politics, Cambridge Univerity Press, Cambridge, 19982
[4] Σεφεριάδης, Σ., «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η «σύντομη» δεκαετία του ’60 ως «συγκρουσιακός κύκλος»  στο Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης - Η «σύντομη» δεκαετία του ’60. Θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες, επιμ. Ρήγος, Α., Σεφεριάδης, Σ., Χατζηβασιλείου, Ε., Αθήνα, 2008, εκδ. Καστανιώτη, σ. 59.
[5] Pierson, P., “Increasing  Returns, Path Dependence, and the Study of Politics”, The American Political Science Review, Vol. 94, N2, διαθέσιμο στο JSTOR, June 2000, p. 251.
[6] Βλ. Tilly, C., Big Structures, Large Processes, Huge Comparisons, Russel Sage Foundation, New York, 1984
[7] Βούλγαρης, Γ., Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα, 2001, εκδ. Θεμέλιο, σ. 27.
[8] Χρ., Λυριντζής, Ηλ., Νικολακόπουλος, Δ., Σωτηρόπουλος, (επιμ.), Κοινωνία και πολιτική: όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, 1974-1994, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1996, σ. 20-21.
[9] Χρ., Λυριντζής, Ηλ., Νικολακόπουλος, Δ., Σωτηρόπουλος, ό.π., σ.22, 30.
[10] Δ., Σωτηρόπουλος, «Η Εγγαστρίμυθη Εξουσία: Κοινωνία Πολιτών και Κεντρικό Κράτος στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία», στο Χρ., Λυριντζής, Ηλ., Νικολακόπουλος, Δ., Σωτηρόπουλος, ό.π., σ. 137.
[11] Μαυρογορδάτος, Γ. Θ., Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη – Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στη Σημερινή Ελλάδα, εκδ. Οδυσσέας, 1988.
[12] Σεφεριάδης, «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η «σύντομη» δεκαετία του ’60 ως «συγκρουσιακός κύκλος»  ό.π., σ. 59.
[13] Βούλγαρης, ό.π., σ. 92.
[14] Κούζης,  Γ.,  «Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα», Αυτόνομη Συνδικαλιστική Κίνηση – Σωματείο Εργαζομένων Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (Α.Σ.Κ. ΣΕ. ΕΑΒ), χ.χ.
Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο:
[15] Σεφεριάδης, «Συλλογικές Δράσεις, Κινηματικές Πρακτικές, …», ό..π., σ. 64.
[16] Σεφεριάδης, ό.π., σ. 67.
[17] Βούλγαρης, ό.π., σ. 92.
[18] Σεφεριάδης, «Συλλογικές Δράσεις, Κινηματικές Πρακτικές,» ό.π., σ. 67.
[19] Ενιαία Συνδικαλιστική Αγωνιστική Κίνηση-Συνεργαζόμενοι
[20] Φωνή των εργαζομένων της ΕΣΑΚΣ,  96, 1976) όπως παρατίθεται στο  Καναβάρος, Τ., «Σημειώσεις για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο εργατικό κίνημα (1974-1981)»,  στο Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση, χ.χ., σ. 6. 
Διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο
[21] Φωνή της ΓΣΕΕ, 15 10 77, ) όπως παρατίθεται στο  Καναβάρος, ό.π.
[22] Φακιόλας: Ο εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα, έκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978).    όπως παρατίθεται στο  Καναβάρος, σ. 6.
[23] Σεφεριάδης, Σ., «``Η Θετική Ευρετική`` της Συγκρουσιακής Πολιτικής και Κάποιες Καταβολές της : Πώς Διαβάζουμε τη Θεωρία;», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 35, Ιούλιος 2010, σ.11
[24] Σεφεριάδης, Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η «σύντομη» δεκαετία του ’60 ως «συγκρουσιακός κύκλος»  ‘ο.π. σ. 68
[26] Σεφεριάδης, Σ., «``Η Θετική Ευρετική`` της Συγκρουσιακής Πολιτικής και Κάποιες Καταβολές της : Πώς Διαβάζουμε τη Θεωρία;», ό.π., σ.σ. 5, 7, 11.
[27] Παρατίθεται στο Σεφεριάδης, Σ., «Συλλογικές Δράσεις, Κινηματικές Πρακτικές…»., ό.π., σ. 74.